Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Η Ι.Μ Αγ. Γεωργίου στην Κοιλάδα μεταξύ Αγράφων και Τζουμέρκων, με τις μοναδικές αναπαραστάσεις από τις «πύρινες γλώσσες»!!!



Η Ι.Μ Αγ. Γεωργίου βρίσκεται στο Μυρόφυλλο Τρικάλων (παλιά λεγόταν Μυρόκοβο) που είναι το τελευταίο χωριό της επαρχίας Τρικάλων και βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Ασπροποτάμου στα όρια των νομών Τρικάλων, Άρτας και Καρδίτσας ανάμεσα στα Θεσσαλικά Άγραφα και τα Τζουμέρκα. Η παλιά ονομασία Μυρόκοβο αναφέρεται στο χρυσόβουλο (1332-1341 μ.Χ.).
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της μονής είναι άγνωστη. Κατά μια άποψη πρόκειται για τη μονή που ως μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου εις Ασπροπόταμον αναφέρεται σε χρυσόβουλο του έτους 1336, όπου και η αναφορά του Μυροφύλλου ως Μυρόκοβο.

Η ιστορία του μοναστηριού αρχίζει επίσημα το 1618. Το έτος αυτό κτίστηκε ο ναός της Θεοτόκου στη θέση παλιότερου ναού που κάηκε και η ύπαρξη του οποίου τεκμηριώνεται από σωζόμενα λειτουργικά βιβλία του που τυπώθηκαν στα ενετικά τυπογραφεία του 16ου αιώνα. Ο ναός της Θεοτόκου με το παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών, που προστέθηκε σε αυτόν σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση, αποτελούσε το καθολικό της μονής ως το 1815, οπότε και χτίστηκε το νέο καθολικό. Ξαφνιάζει επίσης ο τρούλος, ο οποίος, ενώ εσωτερικά διαμορφώνεται ως θόλος με την απεικόνιση του Παντοκράτορα, εξωτερικά αποτελεί μια τετράγωνη κατασκευή που ελαφρύνεται με τη χρήση πλίνθων.

Η ανέγερση του νέου καθολικού, αφιερωμένου στον Άγιο Γεώργιο, σηματοδοτεί μια νέα ιστορική περίοδο για τη μονή κατά την οποία επεκτείνεται ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα. Κτήτορας της νέας μονής, της οποίας η οικοδομική της ανάπτυξη ολοκληρώθηκε το 1836, φέρεται ο παπα - Κοσμάς από το Καρπενήσι. Ο παπα - Κοσμάς ήταν όπως φαίνεται από επιγραφές μέλος της ήδη υπάρχουσας μοναστικής κοινότητας, αν και άλλες πηγές τον αναφέρουν και ως αρχηγό ομάδας κλεφτών της περιοχής. Στην προσωπικότητα και την επαναστατική δράση του παπα - Κοσμά, στην ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι η μονή κατά τη δεύτερή της φάση τουλάχιστον χτίστηκε με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας και κυρίως στη γεωγραφική της θέση οφείλεται η εκτίμηση ότι το μοναστήρι αποτελούσε πολεμικό καταφύγιο των κλεφτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Η μονή που στην απογραφή του 1881 καταγράφεται με οκτώ μοναχούς διαλύθηκε την δεκαετία του 1930, τα κτήματά της πουλήθηκαν και υπήχθη στη μονή Γκούρας. Η κατολίσθηση του 1963 και ο σεισμός του 1967 επέφεραν καταστροφές στα κτίρια μονής και στον κεντρικό οικισμό του Μυροφύλλου. 

Το μοναστηριακό συγκρότημα αποτελείται από ένα μεγάλο τετράπλευρο οχυρωματικό περίβολο, στον οποίο εισέρχεται κανείς μέσω ενός πυλώνα. Εσωτερικά του περιβόλου αναπτύσσονται, διαδοχικά, τα κτίσματα του ναού του Αγίου Γεωργίου και του ναού της Θεοτόκου με το παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι ένα μονόχωρο καμαροσκέπαστο κτίσμα, κατάγραφο με τοιχογραφίες, οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν το 1869/70 από τους Σαμαριναίους ζωγράφους Αθανάσιο και Γεώργιο. Ο ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου με το παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών βρίσκεται προσκολλημένος στη δυτική πτέρυγα της μονής. Είναι μονόχωρος και καλύπτεται με ημικυκλική καμάρα. Καταλαμβάνει το ισόγειο του κτίσματος ενώ πάνω από αυτόν διαμορφώνεται το μικρό παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών. Και οι δύο χώροι κοσμούνται με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα 1614/1622 και 1738 αντίστοιχα. Στη δυτική πτέρυγα της μονής διαμορφώνεται η τραπεζαρία, το αρχονταρίκι και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Τελευταίες ανασκαφικές έρευνες σε θέση κοντά στη μονή έφεραν στο φώς θεμέλια ναού και νεκροταφείο της υστεροβυζαντινής περιόδου.

Χαρακτηριστικοί είναι οι φυτικοί διάκοσμοι και ο βυζαντινός δικέφαλος αετός.
Στο Καθολικό κυριαρχούν τα έντονα βυζαντινά χρώματα (πορφυρό, κυανό, ώχρα, καστανό κ.λ.π.).
Αξιοπρόσεκτη είναι η απουσία διάθεσης των Σαμαριναίων ζωγράφων να μιμηθούν στυγνά τη βυζαντινή τεχνοτροπία που συχνά στη μεταβυζαντινή εποχή οδήγησε σε δουλική αποκρυστάλλωση της θρησκευτικής ζωγραφικής. Εδώ αντίθετα, έχουμε ενσαρκωμένη μια ζωντανή λαϊκίζουσα τέχνη (και όχι εκφυλισμένη όπως κάποιοι ειδικοί ισχυρίζονται) που εναρμονίζει δημιουργικά τα δεδoμένα της εποχής στην παλαιά τέχνη της αγιογραφίας. Επομένως δεν πρόκειται για εκφυλισμό και φθορά αλλά για φυσική εξέλιξη μιας τέχνης που αντιπροσωπεύει την εποχή στην οποία ανήκει.
Η έντονη σωματικότητα, τα εκφραστικά ανθρώπινα πρόσωπα (σαν να είναι προσωπογραφίες ανθρώπων της εποχής που έγινε η αγιογράφηση) αποτελούν τα κύρια στοιχεία της.
Επίσης εκπληκτική είναι η τόλμη στην απεικόνιση αρχιτεκτονημάτων με προσπάθεια απόδοσης της τρίτης διάστασης, ζωϊκές μορφές, φυσικά στοιχεία (βράχοι, θάλασσα), για την αναπαράσταση θεμάτων από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη αλλά και τη ζωή της πρώτης Εκκλησίας (για παράδειγμα αγώνας κατά των αιρέσεων).

Σίγουρα οι ζωγράφοι, αν και ανορθόγραφοι απ' ό,τι φαίνεται από τις επιγραφές - των παραστάσεων, δεν πρέπει να ήταν αυτοδίδακτοι, αλλά θα μαθήτευσαν σε κάποιο εργαστήρι. Οφείλουμε να τονίσουμε και την προτίμησή τους στην απεικόνιση και στους τρεις ναoύς του θεσσαλού Αγίoυ Βησσαρίωνα. Οι αγιογράφοι επίσης έχουν χειριστεί με αρκετή επιτυχία τις κοίλες επιφάνειες, για να δώσoυν ένα φυσικό αποτέλεσμα στον θεατή. Συμπερασματικά, η πυκνή μεταβυζαντινή και λαϊκίζουσα αγιογράφηση των ναών της μoνής αποτελεί μια μοναδική εμπειρία για τον θεατή - προσκυνητή.

Πέρα από τη διδακτική χρησιμότητα προς - παραδειγματισμό των μοναχών Πύρινες γλώσσες ( εξ' ου και θέματα σχετικά με τις αρετές του μοναχού), οι αγιογραφίες ήταν η απεικόνιση του προτεινόμενου χριστιανικού βίου απευθυνόμενες προς κάθε άνθρωπο. ΄Eτσι το μοναστήρι δεν πρέπει να νοηθεί ως χώρος κλειστός και περιορισμένος αλλά ένα κέντρο πνευματικής ακτινοβολίας για την περιοχή. Με άλλα λόγια, κανείς ειδικός ή μη δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι αγιογραφίες έγιναν από ματαιοδοξία των μοναχών.

Αξίζει, τέλος, να τονίσουμε το παράδοξο της αναπαράστασης γυμνών σωμάτων θίγοντας ευαίσθητες περιοχές, όπως η αρματωλότητα των ιερέων και μοναχών, ένα στοιχείο που δεν συμβαδίζει με τους παραδοσιακούς συντηρητικούς θεσμούς της εποχής και το έντονα θρησκευτικό κλίμα.
Σκοπό έχει βέβαια πάντοτε την πνευματική αφύπνιση και εγρήγορση του επισκέπτη. Πρέπει εν κατακλείδι να σχολιάσουμε το σκεπτικό βάσει του οποίου ιδρύθηκε και ανοικοδομήθηκε τέσσερεις φoρές η μονή. Η οχυρωματική διάταξη των κτιρίων δείχνει την προσπάθεια ασφάλισης του συγκροτήματος με υψηλό πύργο στην πλευρά της εισόδου, όπου επίσης διακρίνονται και οι πολεμίστρες, το σπίτι του φύλακα σκύλου που προειδοποιούσε, καθώς και η θήκη στο ταβάνι της εισόδου απ' όπου χυνόταν καυτό λάδι στον εχθρό.

Πολλές έξοδοι κινδύνου και κρύπτες μπορούσαν να διευκολύνουν τους ενοίκους σε οποιοδήποτε σημείο και να βρισκόταν και από οποιοδήποτε σημείο και αν δεχόταν επίθεση.
Τελειώνοντας τονίζουμε την επιτακτική ανάγκη συντήρησης των τοίχων, κυρίως του ναoύ της Παναγίας που αποτελεί ένα από τα παλαιότερα κτίσματα του ορεινού όγκου της Δυτικής Θεσσαλίας, καθώς και όλων των αγιογραφιών που χάνονται μέρα με τη μέρα.

Η τελευταία μελέτη κατασκευής του άνω ρού του Αχελώου προβλέπει τη διάσωση της μονής από την κατάκλιση. Η πνευματική δράση της Μονής, στην πρώτη φάση της ιστορικής πορείας της, όπως αυτή καταγράφεται μέσα από τη σωζόμενη αλληλογραφία του κώδικα των Βρυξελλών ΙΙ 2406 του παπά - Νικόλα Μυροκοβίτου, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Διαφαίνεται πως με κέντρο τη Μονή Μυροκόβου, απο όπου έπαιρναν τα πρώτα γράμματα, εξακτινώνονται έπειτα οι λόγιοι στα κέντρα του ελληνισμού.

Η παράδοση υποστηρίζει ότι το μοναστήρι αυτό είναι κτίσμα της Φιλικής Εταιρείας με σκοπό, φυσικά, να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο των αγωνιστών στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Είναι βέβαιο ότι τότε βρέθηκε στο επίκεντρο των γεγονότων της περιοχής, χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία της αρματολικής  οικογένειας του Στορνάρη, αλλά και πολύ αργότερα το 1854 στην περίοδο της Ηπειροθεσσαλικής Επανάστασης και το 1912 - 1913 συμμετείχε ενεργά στην απελευθέρωση.

Κάθε χρόνο, στις 23 Απριλίου ή τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, πανηγυρίζει το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και γίνεται παραδοσιακό ημερήσιο πανηγύρι που κρατάει ως αργά το απόγευμα.
Ο Σύλλογος Μυροφύλλου Τρικάλων ανήμερα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου διοργανώνει το «Τραπέζι του Αη Γιώργη». Μετά τη Θεία Λειτουργία και τον πατροπαράδοτο «χορό των γερόντων», μοιράζεται σε όλους τους παρευρισκόμενους παραδοσιακό «καζάνι» με πρόβιο και μανέστρα, που θα ετοιμάσουν τα μέλη του συλλόγου, ύστερα από προσφορές και δωρεές Μυροφυλλιτών μελών και φίλων του συλλόγου.

Να σημειώσουμε ότι την πρώτη Αναστύλωση του πρώτου τμήματος του Μοναστηριού είναι δωρεά της οικογενείας Παπαδοπούλου στην Μνήμη του γιού τους.





















Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Δεν περίσσεψε χώρος στο μνημείο για τον Αναγνώστη Αλυμάρα, τον ευεργέτη του Αθαμανίου!!!




Μπήκε εγγυητής στο δάνειο εξαγοράς του Αθαμανίου, πλήρωσε για πολλούς Αθαμανιώτες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, πέθανε στην ψάθα και πάραυτα το όνομα του δεν μπήκε καν στο μνημείο που έφτιαξε ο Αναγκαστικός Συνεταιρισμός Αθαμανίου & Κ. Αθαμανίου στον Άη Γιάννη  Αθαμανίου, για τους κάτοικους που εξαγόρασαν το χωριό!
Ο λόγος για τον Δημήτρη Αλυμάρα ή αλλιώς γνωστό ως Αναγνώστη Αλυμάρα!
Όταν η ιστορία γράφει δεν ξεγράφει! Ας το λάβει σοβαρά υπόψη της η διοίκηση του Συνεταιρισμού. Ειλικρινά αδυνατούμε να καταλάβουμε που αποσκοπεί αυτή η αψυχολόγητη κίνηση και ζητάμε να επανορθωθεί άμεσα αυτή η απαράδεκτη παράλειψη. Άλλωστε εξαγορά χωρίς εγγυητή δεν θα υπήρχε!
Οι συγγενείς του ευεργέτη

Διαβάστε στον παρακάτω σύνδεσμο την ιστορία εξαγοράς του Αθαμανίου από τον Κο Βασίλη Ψωράκη πρώην Πρόεδρο του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Αθαμανίου & Κ. Αθαμανίου





H εξαγορά του Αθαμανίου και Κάτω Αθαμανίου


Η απελευθέρωση των Τζουμέρκων από τους Τούρκους και η εξαγορά του Αθαμανίου και Κάτω Αθαμανίου από τον μεγαλοτσιφλικά Κωνσταντίνο Καραπάνο


Γράφει ο Βασίλειος Νικ. Ψωράκης




Με την εθνεγερσία του 1821 και μετά από αιματηρές θυσίες, οι Έλληνες κατόρθωσαν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό και το 1828 πέτυχαν την αναγνώριση από τις Μεγάλες Δυνάμεις του Ελληνικού Κράτους.

Δυστυχώς όμως η οριοθέτηση των συνόρων άφησε την Ήπειρο και σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας στην κυριαρχία και κατοχή της Τουρκίας.

Οι Ηπειρώτες δεν απελπίστηκαν, αλλά συνέχισαν τον αγώνα έως ότου το 1881 με την παρέμβαση του φιλέλληνα πρωθυπουργού της Αγγλίας Γλάδστωνα, οι Μεγάλες Δυνάμεις, δηλαδή η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ρωσία σε αλλεπάλληλες συναντήσεις και διαβουλεύσεις κατόρθωσαν να πείσουν την Τουρκία να παραχωρήσει στην Ελλάδα την Θεσσαλία και ένα τμήμα της Ηπείρου.

Έτσι η Άρτα και τα χωριά των Τζουμέρκων προσαρτήθηκαν και περιήλθαν στην Ελλάδα.

1 Στις 20 Ιουνίου 1881 με πρωθυπουργό της Ελλάδας τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο υπεγράφη Ελληνοτουρκική συμφωνία της οποίας τα 18 άρθρα αναφέρονταν με λεπτομέρεια σε ό,τι είχε σχέση με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήμα της Ηπείρου στην Ελλάδα.

Τα χωριά των Τζουμέρκων που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα ήταν:

Άγναντα, Κουσοβίτσα (νυν Κτιστάδες), Ραφταναίοι, Σκλούπου (Μηλέα), Κουκουλίτσα (Κουκούλια), Γρετσίστα (Γραικικόν), Γουριανά, Σχωρέτσιανα (Καταρράκτης), Μικροσπηλιά, Ράμια, Λεπιανά, Πράμαντα, Μελισσουργοί, Βουργαρέλι, Θεοδώριανα, Λουψίστα (Αθαμάνιο – Κάτω Αθαμάνιο), Μήγερι (Τετράκωμο), Μπούγα (Ανεμοράχη), Καλεντίνη, Χώσεψι (Κυψέλη), Νησίστα (Κεντρικόν), Πιστιανά (Δίστρατον), Καλαρύται, Ματσούκι.

2 (Οι εντός των παρενθέσεων ονομασίες είναι τα νέα ονόματα ορισμένων χωριών των Τζουμέρκων).

Οι Τούρκοι όμως, που είχαν στην κατοχή και ιδιοκτησία τους αυτές τις περιοχές και τα χωριά, είχαν ήδη προλάβει να τα πουλήσουν σε πλούσιους Έλληνες και το δικαίωμά τους αυτό καταχωρήθηκε με τη συνθήκη του Βερολίνου όταν έγινε, και συγκεκριμένα με το άρθρο 4 αυτής της Συνθήκης το έτος 1881.

3 Δύο ήταν οι αγοραστές των χωριών της Άρτας και των Τζουμέρκων, ο Χρηστάκης Ζωγράφος (Χστάκη αφέντη τον ονόμαζαν τότε οι πρόγονοί μας), ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή προμηθευτής του τουρκικού στρατού, δηλαδή είχε αναλάβει την τροφοδοσία και την προμήθεια, σε ό,τι χρειαζόταν ο τουρκικός στρατός.

Ο δεύτερος αγοραστής ήταν ο Κωνσταντίνος Καραπάνος γιος του Γεράσιμου Καραπάνου, ο οποίος Γεράσιμος ήταν αρχιεπιστάτης των κληρονόμων του Μουσταφά Πασά, μεγάλου και σημαντικού αξιωματούχου της Τουρκίας και ιδιοκτήτου περιοχών και χωριών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.

Οι δύο αυτές φεουδαρχικές οικογένειες είχαν συγγενέψει μεταξύ τους. Το 1867 ο Κωνσταντίνος Καραπάνος που γεννήθηκε το 1840 στην Άρτα, παντρεύτηκε την κόρη του Χρηστάκη Ζωγράφου, τη Μαρία.

4 Ο Ζωγράφος που είχε αγοράσει από τους τούρκους τα Τζουμερκοχώρια, και ήταν ιδιοκτήτης, αυτών των περιοχών, βέβαια αρκετά χρόνια μετά το γάμο της κόρης του, έδωσε ορισμένα στον Καραπάνο, τον γαμπρό του. Μεταξύ αυτών των χωριών που του έδωσε ήταν και η Λουψίστα, η οποία αργότερα ονομάστηκε Αθαμάνιο και Κάτω Αθαμάνιο.

(Η μετονομασία έγινε πολλά χρόνια μετά την εξαγορά, έγινε το 1950 με ενέργειες του Αθαμανιώτη δικηγόρου, αείμνηστου Δημήτρη Χρ. Κωσταβασίλη). Η συμπεριφορά των καινούριων αφεντάδων, ήταν όχι μόνο η ίδια με την συμπεριφορά των Τούρκων, αλλά πολύ χειρότερη.

Οι καταπιέσεις δεν υποφέρονταν και οι φόροι και τα χαράτσια ήταν αβάσταχτα. Σχεδόν 50% της σοδειάς πήγαινε στις αποθήκες και το ταμείο του Καραπάνου. «Πέτρα, χώμα και κλαρί» όπως έλεγαν τότε ήταν στην απόλυτη δικαιοδοσία της οικογένειας Καραπάνου.

5 Οι πρόγονοί μας Αθαμανιώτες, με την απελευθέρωση από τους Τούρκους άλλα περίμεναν, γι’ αυτό αποφάσισαν, εάν ο Καραπάνος είχε πρόθεση να πωλήσει το χωριό τους, να το αγοράσουν οι ίδιοι. Πήγαν στην Άρτα εκπρόσωποι των κατοίκων και έκαμαν γνωστή στον Καραπάνο την απόφασή τους.

Ο Καραπάνος δέχθηκε την πρότασή τους, γιατί έβλεπε πως ο φεουδαρχισμός και τα τσιφλίκια, αργά ή γρήγορα θα γίνουν παρελθόν και οι απαλλοτριώσεις από το κράτος θα είναι η τελική κατάληξη. Έτσι λοιπόν το 1882 ο Καραπάνος έβαλε δύο δικούς του ανθρώπους, τον Ζαχαρή και τον Παντούλα και έκαμαν ενδεικτικό κτηματολόγιο.

Μετά από αυτές τις προεργασίες η επιτροπή των Αθαμανιωτών κατέβηκε πάλι στην Άρτα, επισκέφθηκε και ζήτησε τη συμβουλή δικηγόρου, και μετά από πολλές συναντήσεις με δικηγόρους της οικογένειας Καραπάνου αποφασίστηκε και από τις δύο πλευρές να γίνει το συμβόλαιο της αγοραπωλησίας. Αυτό συντάχθηκε στις 16 Ιουνίου 1883 και είχε αριθμό 1486.

Το συμφωνηθέν ποσό, που θα έπρεπε να εξοφληθεί μέσα σε οκτώ χρόνια, δηλαδή το 1891, ήταν τεσσεράμισι χιλιάδες (4.500) χρυσές λίρες Τουρκίας συν 8% ετήσιος τόκος. Την κυριότητα βέβαια κατακρατούσε η οικογένεια Καραπάνου μέχρι τελικής αποπληρωμής του συμφωνηθέντος ποσού.

Με την υπογραφή στου συμβολαίου οι Αθαμανιώτες απέκτησαν το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κτημάτων και των βοσκοτόπων για λογαριασμό τους και το 1884 ενοικίασαν τις βοσκές στους μεγαλοκτηνοτρόφους Κολιό Παπά από τους Μελισσουργούς και Χρήστο Γιώργο από τους από τους Ραφταναίους για δέκα χρόνια, αντί του ποσού των πενήντα οκτώ χιλιάδων (58.000) δραχμών.

Δυστυχώς όμως, έσοδα άλλα δεν υπήρχαν, και πολλές δόσεις της αγοραπωλησίας δεν πληρώθηκαν. Η συμβολαιογραφική συμφωνία πλησίαζε να λήξει και μόνο εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές είχαν πληρωθεί, δηλαδή χίλιες επτακόσιες πενήντα (1.750) χρυσές λίρες Τουρκίας.

Οι πιέσεις και τα εξώδικα από την πλευρά Καραπάνου δεν είχαν τελειωμό. Αφού παρήλθε ο χρόνος και οι πιέσεις και τα εξώδικα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, η Μαρία Καραπάνου που φαίνονταν και ήταν η ιδιοκτήτρια του χωριού κατάθεσε αγωγή για τη διάλυση του συμβολαίου. Έγιναν πολλές αλλεπάλληλες δίκες.

Οι πρόγονοί μας Αθαμανιώτες βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, και κυριολεκτικά ήταν συνεχώς στο πόδι, βουτηγμένοι στις ταλαιπωρίες και τα έξοδα.
Τελικά το 1887 τελεσιδίκησε το δικαστήριο υπέρ της Μαρίας Κ. Καραπάνου, με αποτέλεσμα να διαλυθεί το συμβόλαιο και να χαθούν όχι μόνο τα δικαιώματα, αλλά και τα χρήματα που είχαν δοθεί.

6 Στη συνέχεια, το 1888 η οικογένεια Καραπάνου έβγαλε εκ νέου και πάλι για πούλημα το χωριό. Ενδιαφέρθηκε να το αγοράσει ο αρχιτσέλιγκας από τους Μελισσουργούς Κολιό Παπάς. Οι Αθαμανιώτες ξέροντας το σκληρό χαρακτήρα του Κολιού Παπά και αντιλαμβανόμενοι τι θα επακολουθήσει, εάν το χωριό τους το αγοράσει ο παραπάνω αναφερόμενος αρχιτσέλιγκας, θορυβήθηκαν και σε επανειλημμένες συσκέψεις που έκαναν στο χωριό, πάντοτε ενωμένοι και μονοιασμένοι, αποφάσισαν να ξεκινήσουν καινούργιες διαπραγματεύσεις για σύνταξη νέου συμβολαίου εξαγοράς του χωριού από τους ίδιους όπως πρότειναν και την πρώτη φορά.

Με την απόφαση αυτή, και με τους αγώνες που έκαναν από το 1882 αναπτερώθηκαν οι ελπίδες των Αθαμανιωτών να γίνουν κύριοι στις ποτισμένες με ιδρώτα και αίμα περιουσίες τους και ο ενθουσιασμός τους ήταν μεγάλος.

Σε ανάμνηση αυτής της απόφασης και για το ρίζωμα του τελικού σκοπού της εξαγοράς, το φθινόπωρο του 1894 δύο σχολιαρόπαιδα ο Λάμπρος Κ. Ψωράκης και ο Νικόλαος Ι. Χατζηγιάννης φύτεψαν ένα πλατανάκι στην πλατεία του Αθαμανίου, ο οποίος πλάτανος σήμερα είναι τεράστιος, πανέμορφος, σκιερός και σύμβολο των αγώνων, των θυσιών και ομοψυχίας των προγόνων μας.

Με αναπτερωμένες λοιπόν τις ελπίδες τους, άρχισαν πάλι και συνεχώς τα ταξίδια στην Άρτα, και τις επαφές με δικηγόρους και με αντιπροσώπους της οικογένειας Καραπάνου, προσπαθώντας να βρουν λύση και να πετύχουν τους καλύτερους όρους εξαγοράς της Λουψίστας (Αθαμάνιο και Κάτω Αθαμάνιο).

Συνέχεια ανεβοκατέβαιναν οι ηρωικοί πρόγονοί μας στην Άρτα, αλλά τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αντιθέτως ήταν πολύ δύσκολα, χρειάζονταν χρήματα και δυστυχώς αυτά δεν υπήρχαν. Η πλευρά του τσιφλικά Καραπάνου ήταν ανένδοτη. Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν και συνεχίζονταν οι προσπάθειες, τα ταξίδια και οι συζητήσεις.

Οι Αθαμανιώτες αν και περνούσαν στεναχώριες και ταλαιπωρίες κέρδιζαν χρόνο, προσπαθώντας να βρουν χρήματα, σε αντίθεση με τους Καραπαναίους που βιάζονταν να τελειώσουν το γρηγορότερο, φοβούμενοι την απαλλοτρίωση από το κράτος.

7 Τότε από την οικογένεια του φεουδάρχη τσιφλικά έγινε πρόταση εφόσον δεν είχαν χρήματα για προκαταβολή της εξαγοράς και εγγύηση, να φέρουν αξιόπιστο άνθρωπο να καταβάλει προκαταβολή και να εγγυηθεί για την τήρηση της συμφωνίας.

Το ενδιαφέρον, η επιθυμία, το πείσμα και το πάθος των παππούδων μας να πετύχουν την απαγκίστρωση από τα δίχτυα του τσιφλικά είχε σαν αποτέλεσμα να βρεθεί ο σωτήρας εγγυητής.
Ήταν Αθαμανιώτης και το όνομά του Δημήτριος Αλυμάρας. Ο Δημήτριος Αλυμάρας δεν ήταν άλλος από τον Αναγνώστη Αλυμάρα, ο οποίος πήρε το όνομα Αναγνώστης όταν πήγε καλογεροπαίδι στο Μοναστήρι του Ντούσκου στην περιοχή Τρικάλων. Όταν ενηλικιώθηκε έφυγε από το μοναστήρι και ανέλαβε επιστάτης και διαχειριστής για πολλά χρόνια στο τσιφλίκι του Χρηστάκη Ζωγράφου.

Ο Αναγνώστης εγκατεστημένος στη Λαζαρίνα της Θεσσαλίας είχε το κουμάντο του. Αυτόν σκέφθηκαν οι Αθαμανιώτες και χωρίς να χάσουν καιρό τρεις χωριανοί οι: Λάμπρος Παπαγιάννης, Απόστολος Κωσταβασίλης και Χρήστος Ξυνός ταξίδεψαν στη Λαζαρίνα και έπεισαν τον Αναγνώστη Αλυμάρα να έλθει στην Άρτα ως εγγυητής της εξαγοράς του χωριού.

Πράγματι ταξίδεψε μαζί τους στην Άρτα και όταν έγινε η συνάντηση με τους ανθρώπους και τους δικηγόρους του Καραπάνου, αυτοί δεν τον δέχθηκαν ως εγγυητή, γιατί τους ήταν άγνωστος και δεν γνώριζαν την οικονομική του κατάσταση. Τότε ο Αναγνώστης έβγαλε από το σελάχι του το κιμέρι με τις χρυσές λίρες, το πέταξε επάνω στο τραπέζι και πεισθέντες οι αντίδικοι ότι πράγματι είναι σε θέση να εγγυηθεί και να δώσει και προκαταβολή δέχθηκαν να συνταχθεί το συμβόλαιο.

8 Η νέα αυτή συμβολαιογραφική πράξη εξαγοράς του Αθαμανίου και Κάτω Αθαμανίου συντάχθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1898, αλλά και με όρους που εξυπηρετούσαν στο ακέραιο τα συμφέροντα της οικογένειας Καραπάνου, δεδομένου πως οι πλούσιοι, οι ισχυροί και οι ευνομούμενοι εκείνης της εποχής, επηρέαζαν την πολιτική ζωή της χώρας, ο δε τσιφλικάς Καραπάνος ήταν και υπουργός Οικονομικών της ελληνικής κυβέρνησης.

9 Το συμβόλαιο συντάχθηκε από τους συμβολαιογράφους Άρτας Ιωάννη Τσίτσα και Αναστάσιο Ρίζο, παρουσία του πληρεξούσιου δικηγόρου της Μαρίας Καραπάνου, του περιβόητου Χέλμη και των εκπροσώπων των Αθαμανιωτών που αποτελούνταν από τους:

Κωνσταντίνο Γ. Ψωράκη (ο Κωνσταντίνος γ. Ψωράκης ήταν παππούς μου), Αθανάσιο Τσίπρα, Νικόλαο Τυρολόγο, Λάμπρο Παπά, Κωνσταντίνο Στούμπο, Απόστολο Καραγιάννη, Φώτη Στασινό, Σωτήριο Δ. Φώτη, Αλέξιο Γ. Φώτη, Νικόλαο Γάκη, Απόστολο Χρήστο Κώστα (Κωσταβασίλη), Γεώργιο Μάστορα, Γεώργιο Λιλή, Λάμπρο Χατζηγιάννη, Γεώργιο Ι. Κωσταβασίλη, Χρήστο Σχωρτσιανίτη και Δημήτριο Ι. Ζορμπά.

Το τίμημα της εξαγοράς ήταν εξήντα τρεις χιλιάδες οκτακόσιες εβδομήντα εννέα δραχμές (63.879) συν 6% ετήσιος τόκος, και πληρωτέον σε 33 χρόνια και 8 μήνες (εκείνη την εποχή η αξία της δραχμής ήταν πολύ μεγάλη).

Όρος απαράβατος του συμβολαίου η κυριότητα να παραμείνει στην πωλήτρια κόρη του τσιφλικά Καραπάνου και στους κληρονόμους της μέχρι τελικής αποπληρωμής του συμφωνηθέντος ποσού.

Όπως αναγράφεται στο συμβόλαιο, οι αγοραστές κάτοικοι του Αθαμανίου και Κάτω Αθαμανίου, που τότε είχαν, ένα όνομα και λέγονταν Λουψίστα αυτά τα χωριά, χωρίστηκαν σε 18 ομάδες. Κάθε ομάδα αποτελούνταν από πέντε έως δέκα οικογένειες, και τα μέλη της κάθε ομάδας ήταν υποχρεωμένα να πληρώνουν αλληλεγγύως, δηλαδή αν ένα μέλος της ομάδας δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει, ήταν υποχρεωμένα να πληρώσουν για λογαριασμό του τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.10

Σε αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις και στις δυσκολίες ορισμένων να πληρώσουν, ο αείμνηστος Αναγνώστης Αλυμάρας βρέθηκε αρωγός και συμπαραστάτης, βοηθώντας οικονομικώς όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν, και δυστυχώς γι’ αυτόν αυτοί που δεν μπορούσαν να πληρώσουν ήταν πολλοί, με αποτέλεσμα ο αξιόλογος αυτός Αθαμανιώτης να πεθάνει πάμπτωχος.

Όταν οι εισπράκτορες της οικογένειας Καραπάνου πήγαιναν στο χωριό για την είσπραξη των δόσεων συνοδεύονταν πάντοτε από χωροφύλακες, και όσους δυστροπούσαν ή δεν είχαν να πληρώσουν τους συλλαμβάνανε και ακολουθούσαν κατασχέσεις, ξυλοδαρμοί και κάθε είδους εξευτελισμού.11

Τη δασική έκταση που ήταν 45.000 στρέμματα η Μαρία Κ. Καραπάνου εξακολουθούσε, όχι μόνο αυτοί αλλά και οι κληρονόμοι της, να την εκμεταλλεύονται μέχρι το 1923 που αναγκάστηκε μετά, να την παραχωρήσει στους εξαγοραστές των κτημάτων Αθαμανιώτες, όμως τελείως αποψιλωμένη γιατί όλα αυτά τα χρόνια αυτή και οι κληρονόμοι της, πωλούσαν την ξυλεία, χωρίς να ενδιαφέρονται για την απογύμνωση αυτών των πανέμορφων δασικών εκτάσεων.

Στη συνέχεια σχετικά με το δάσος το 1924 οι Αθαμανιώτες με εντολή και σύμφωνα με τους νόμους του κράτους για σύσταση Αναγκαστικών Δασικών Συνεταιρισμών, ίδρυσαν τον Αναγκαστικό Συνεταιρισμό Δάσους και Χορτονομής Λουψίστας (Αθαμανίου και Κάτω Αθαμανίου) Άρτας.

Η ίδρυση εγκρίθηκε από το υπουργείο Γεωργίας στις 24 Μαρτίου 1925 μετά τη θετική απόφαση του Ειρηνοδικείου Βουργαρελίου. Η έκταση του Συνεταιρισμού σε δάσος και βοσκοτόπους είναι μεγάλη. Είναι ογδόντα χιλιάδες στρέμματα, εκ των οποίων τα σαράντα πέντε χιλιάδες στρέμματα είναι δάσος ελάτης και άλλων χρησίμων δένδρων.

Τα ιστορικά γεγονότα της απελευθέρωσης των Τζουμέρκων και Θεσσαλίας από τους Τούρκους, και την εξαγορά της Λούψιστας (Αθαμάνιο και Κάτω Αθαμάνιο) από τον μεγαλοτσιφλικά Κωνσταντίνο Καραπάνο τα συγκέντρωσα από δημοσιεύσεις που έκαναν τα ιστορικά έντυπα, «Σκουφάς» Άρτας, «Ηπειρωτική Εστία», «Αττικό Ημερολόγιο», το έντυπο «Αγροτικός Αγών», καθώς και από τα έγγραφα των Κρατικών Αρχείων.

Επιπλέον σχετικά με την εξαγορά μου έδωσε στοιχεία πριν αρκετά χρόνια το γραφείο του δικηγόρου Άρτας Αλέξανδρου Νικολού, ο οποίος είχε το αρχείο της οικογένειας Καραπάνου. Πολλές πληροφορίες είχα ακόμα για την εξαγορά όταν την δεκαετία του 1950 με συζητήσεις που έκανε με ηλικιωμένους Αθαμανιώτες, οι οποίοι τότε τα χρόνια των αγώνων για την εξαγορά ήταν νεαρής ηλικίας, και ήξεραν πολύ καλά πόσο αγωνίστηκαν οι πατεράδες τους, και πόσα υπέφεραν από την οικογένεια και τους συνεργάτες του τσιφλικά Κωνσταντίνου Καραπάνου.

Για τα εκατό χρόνια από την εξαγορά οι Σύλλογοι του Αθαμανίου τον Αύγουστο του 1998 διοργάνωσαν στην πλατεία Αθαμανίου εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη και την τιμή των παππούδων μας. Στην εκδήλωση αυτή οι διοργανωτές με όρισαν κεντρικό ομιλητή, όπου εξιστόρησα στους εκατοντάδες συγκεντρωμένους Αθαμανιώτες τα ιστορικά γεγονότα της εξαγοράς των δύο χωριών μας, που τότε είχαν κοινό όνομα και ονομάζονταν Λουψίστα.

Βιβλιογραφίες – Μαρτυρίες – Ντοκουμέντα
1. α) Από το έντυπο «Ηπειρωτική Εστία» (Νικόλαος Β. Πατσέλης). Τεύχη 161-164-165-166. Σελίδες: 633-785-12-113. β) Από το έντυπο «Αγροτικός Αγών».
2. α)Από το έντυπο «ΣΚΟΥΦΑΣ» Άρτας (Δίκαιος Β. Βαγιαγάκος), τεύχος 101. Σελίδες 70 και 86 στο ίδιο τεύχος. β) Από το έντυπο «Αττικό Ημερολόγιο».
3. Πληροφορίες και στοιχεία από τα αρχεία του Κράτους και από το αρχείο του Κ. Καραπάνου που το είχε ο δικηγόρος Αλέξανδρος Νικολός.
4. Από το έντυπο «ΣΚΟΥΦΑΣ» Άρτας (Κατερίνα Γαρδίκα – Αλεξανδροπούλου), τεύχος 101, σελίς 55.
5, 6, 7, 8, 9 και 11. Πληροφορίες και μαρτυρίες από τους ηλικιωμένους Αθαμανιώτες Νικόλαο Κων. Ψωράκη, Χριστόφορο Κ. Ψωράκη, Ηλία Τσίπρα, Δημήτρη Παπαχρήστο, Αριστείδη Στούμπο, Λάμπρο Κων. Ψωράκη, Ανδρέα Μάλλιο, Σωτήριο Φώτη, Δημήτρη Ζορμπά, Απόστολο Δημόπουλο οι οποίοι εκείνη την εποχή της εξαγοράς ήταν νεαρής ηλικίας.
10. Σχετικά με τις συμβολαιογραφικές συμφωνίες και τις δικαστικές αποφάσεις πήρα στοιχεία και πληροφορίες από το δικηγορικό γραφείο του Αλέξανδρου Νικολού που είχε το αρχείο του Κωνσταντίνου Καραπάνου.

Βασίλειος Νικ. Ψωράκης
maxitisartas.gr